
Πάντα είχα μία ανάγκη να πιστεύω.
Κι ενώ δεν συμφωνούσα με τους παπάδες
και ξέρω ότι κάθε θρησκεία περιορίζει την
σκέψη,εγώ είχα αυτή την ανάγκη.
Ίσως επειδή ένιωθα την ασημαντότητα του
ατόμου στο σύμπαν,ήθελα να έχω ένα παλτό
να με προφυλάξει. Κι έτσι από μικρή έκανα
προστάτιδα μου την Παναγία. Χωρίς κάποιο
συγκεκριμένο λόγο.Ετσι ένιωθα προστατευμένη
Όποτε περνούσα από εκκλησία άναβα ένα κεράκι
και ευχαριστούσα για την ευτυχισμένη ζωή μου.
Κι όποτε είχα δυσκολία ζητούσα βοήθεια.
Παρότι στην εκκλησία δεν πήγαινα παρά μόνο
Πάσχα, Χριστούγεννα, δηλαδή τυπικά όπως πάνε όλοι
για την παράδοση. Δεν πείραξα ποτέ κανέναν,
μα ούτε και βοήθησα ουσιαστικά.
Ο άντρας μου που βοηθάει, είναι άθεος.
Ακούγεται αστείο κι όμως...
Κι όταν κάναμε παρεϊστικες συζητήσεις με τους
φίλους μας και με κολλάγανε στον τοίχο με τα
επιχειρήματά τους περί χριστιανισμού,εγώ συμφωνούσα
μαζί τους και τους εξηγούσα την ανάγκη μου να μην
νιώθω μόνη. Η λογική μου λέει πως δεν υπάρχει τίποτε.
Ο φόβος μου λέει πως υπάρχει.
Εδώ και λίγο καιρό αποφεύγω τις εκκλησίες εννοώ το
καθιερωμένο άναμμα του κεριού. Κι όμως δεν έπαψα
να φοβάμαι ούτε μπορώ να χωνέψω ότι δεν υπάρχει
τίποτε πέρα από αυτό εδώ... κι ας το ξέρω.
Ακροβατώ.
Πάντα ήθελα να υπάρχει μία μικρή ελπίδα.
Τώρα πια την έχασα μα νιώθω ήσυχη. Ποιον κοροιδεύω?
Νιώθω όμως και κρύο. Δεν έχω πια το πανωφόρι που
ζέσταινε τους φόβους μου. Προσπαθώ να τα καταφέρω
σαν έφηβος, που μόλις ενηλικιώθηκε.