Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

copy paste......που αξίζουν!


Ανάμεσα σε δύο τηλεφωνήματα που απέχουν δύο χρόνια πολλά μπορεί να έχουν αλλάξει, ίσως και να έχω γίνει μια σκάλα πιο γκρίζος, να γέρασαν τα χρώματα μου. Με ρωτάς γιατί το ένα και γιατί το άλλο και δεν ξέρω πια τι να απαντήσω, σε ακούω αμήχανος, ίσως λίγο ντροπιασμένος, γελάω να καλύψω το κενό, δεν ξέρω. Δεν συγκινούμαι εύκολα από ανθρώπους ξέρεις, δεν παθιάζομαι αν δεν δω κάτι που θα με αγγίξει, και υπάρχουν φορές που αυτό το κάτι είναι κάτι απλό, παιδικό, άνευ σημαντικότητας για τους πολλούς. Σε ένα τηλεφώνημα δεν μπορώ να εξηγήσω τίποτα όμως, δεν μπορώ να καλύψω όλη την απόσταση, μου είναι αδύνατον, δεν ξέρω που να αρχίσω και που να τελειώσω, κάνω σαν χαζό… Για αυτό και τώρα γράφω κάτω ότι αποσιώπησε το κενό.
Τι μπορεί να χαθεί μέσα σε δυο χρόνια ο καθένας μπορεί να το φανταστεί, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να χαθεί η ανάμνηση των συναισθημάτων, καλών και κακών, ακόμη και της προσμονής που έμεινε παρατημένη σε ένα sms δίχως απάντηση. Δεν κάνω drama, μην μπερδεύεσαι, απλά επισημαίνω πως δεν είμαι ένας σάκος κόκαλα και αίμα, και ούτε είμαι σε θέση να ζητήσω τίποτα, πραγματικά δεν ζητάω τίποτα πλέον, οι λογαριασμοί από το παρελθόν δεν έχουν κανένα αντίκρισμα, μοιραία παραγράφονται.
Μερικές φορές τρώω κόλλημα, το παραδέχομαι, χωρίς ουσιαστικά να υπάρχει κανένας λόγος, κάνω σαν μικρό παιδί, βάζω κάτι στο μυαλό μου και το πλάθω επίμονα, με ζέση, με πάθος, σαν ένα κάστρο στην άμμο αδιαφορώντας για το κύμα που θα έρθει. Αλλά εσύ πως να το ξέρεις αυτό; Δεν μπορούσες να το ξέρεις, ήταν αδύνατον να με μάθεις από μια συνουσία χεριών που κράτησε όσο μια ανάσα ενός μεθυσμένου φεγγαριού.
Πρόλαβα ποτέ να σου πω ότι βιώνω μεγάλη μοναξιά; Μοναξιά που πηγάζει από την αδυναμία των άλλων να με καταλάβουν; Ακόμα και εκείνων που είναι πολύ κοντά μου και τους αγαπώ; Πάντα ψάχνω ψυχές να μοιραστώ αλλά στέκομαι άτυχος, αναζητώ την επικοινωνία, ένα κομμάτι της έστω, όσο μικρό και αν είναι. Η όποια διαφορετικότητα μου είναι μια ιδιότυπη κατάρα όπως ίσως καταλαβαίνεις. Ψάχνω για ποιότητες που οι άλλοι τις προσπερνάνε γιατί απλά τις αγνοούν. Αλλά ούτε αυτά πρόλαβα να στα πω τότε, ότι έγινε κράτησε όσο ένα σπίρτο που έκανε τσαφ στο απόγειο ενός Αυγουστιάτικου γλεντιού.
Δεν έχεις να κάνεις με τίποτα από όλα αυτά, σου εξηγούμαι, δεν έφταιξες σε τίποτα, εγώ είμαι ο λοξός, απλά σου ξεδιπλώνω την ψυχή μου να τη δεις αφού με ρώτησες. Και ούτε ποτέ είχα το δικαίωμα να ζητήσω κάτι, υπήρξα ένας σφετεριστής του χρόνου σου, ένας κλέφτης με καλές προθέσεις.
Με ρώτησες επίσης για αλλαγή συμπεριφοράς. Ναι, αλλάζω κουβέντα μπροστά στην παρουσία κάποιου που δεν μπορεί να με καταλάβει πλήρως, λογικό δεν είναι; Τα λόγια είναι εύκολα παρεξηγήσιμα και εγώ το τελευταίο που θέλω είναι να πληγώνω αυτούς που αγαπώ, το κατανοείς ελπίζω. Οι άνθρωποι εκπαιδεύονται αλλά όχι εύκολα, θέλουν υπομονή, αγάπη, κατανόηση, φροντίδα, και ‘γω προσπαθώ να μην τους πετάω στα βαθιά γιατί ποτέ δεν ξέρεις, ίσως να μην είναι έτοιμοι να κολυμπήσουν πίσω. Αγαπώ άρα υπομένω, περιμένω, αναμένω από αυτούς που έχω επενδύσει στην ποιότητα τους και ας μην είμαι σίγουρος ότι κάποτε θα καταφέρουν να δουν τον κόσμο μέσα από τα δικά μου μάτια. Οι ανίδεοι και ρηχοί μπορεί να με κατηγορούν για ερωτύλο, επιπόλαιο, αλλά είναι οι ίδιοι που δεν μπόρεσαν ποτέ να μοιραστούν, να δώσουν σάρκες από τις σάρκες τους, ανιδιοτελώς, να ματώσουν για να γίνουν καλύτεροι.
Σου σκιαγράφησα λίγο την εικόνα νομίζω, ελπίζω, δεν είμαι τόσο ξένος πια. Η μόνη αλήθεια είναι ότι ήθελα να σε γνωρίσω και δεν πρόλαβα, αλλά ούτε κακία υπάρχει ούτε δόλος. Οι περισσότεροι άνθρωποι αυτά, τα αντιλαμβάνονται σαν έρωτα, και δεν έχω το κουράγιο πολλές φορές να τους επεξηγώ την πιθανή ποιοτική διαφορά, ούτε θα μπορούσα να εκχυδαΐσω τις προθέσεις μου μιλώντας για απλό ενθουσιασμό. Οπότε συχνά μιλάω με λόγια που μπορεί να καταλάβει ο απέναντι μου, αντιλαμβανόμενος πάντα με την δική του οπτική. Δεν μπορώ να εξηγήσω εύκολα σε κάποιον πως είμαι ένας αλιευτής μονάκριβων και παιδικών στοιχείων, θα με έπαιρνε για τρελό.
Η ερωτευσιμότητα είναι μεταβλητή, με πολλούς βαθμούς ελευθερίας και ποτέ δεν ξέρεις αν πάρει το κατάλληλο σχήμα, δεν νομίζεις; Πολλές φορές δεν προλαβαίνεις καν να την δεις, μένει απλά ένα όμορφο άμορφο γλυπτό από αθάνατη πλαστελίνη, όπως εκείνη που παίζαμε μαζί της στο σχολείο. Θα μου πεις δεν έχω καν το δικαίωμα να μιλάω για πιθανούς έρωτες, αλλά ποιος μπορεί να τα ελέγξει αυτά; Ο έρωτας σκάει ή δεν σκάει, όλα στο παιχνίδι της ζωής είναι.
Τι γίνεται τώρα; Γιατί άραγε επέστρεψα σε σένα, έστω και από τύχη, τι θέλω; Καταρχήν ήθελα να σου πω όλα αυτά που σου έγραψα και δεν πρόλαβα να σου πω τότε, να σε κάνω να με προσέξεις. Ήθελα να ξέρεις ποιος είμαι, πως σκέφτομαι, πάντα το προσπαθώ αυτό. Είναι αρκετό για αρχή; Η ακόμα και για τέλος;

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

Παραμύθια, για μεγάλους και μικρούς!

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πριγκίπισσα...
Έτσι την έλεγε ο μπαμπάς της, έτσι την έμαθε και ο αγαπημένος της.
Μια πριγκίπισσα που νόμιζε πως όλα στη ζωή είναι όμορφα, που νόμιζε πως πάντα όταν θέλεις κάτι πολύ το καταφέρνεις, που νόμιζε πως κάθε εμπόδιο είναι για καλό και προσπαθούσε να βρει το καλό μέσα στο κακό.
Η καρδιά της μια πλαστελίνη, πλαστελίνη ροζ. Με πολλά ροζ συννεφάκια που της άρεσε να κάθεται πάνω τους και να ατενίζει το μέλλον.
Έβλεπε χαμόγελα, τραγούδια, χορούς, ευτυχία, παιδικά γέλια, σκανδαλιές, αγκαλιές.
Αυτά έβλεπε όσο ατένιζε το μέλλον της και κρατούσε από το χέρι τον καλό της, προσπαθώντας να τον μυήσει στον θαυμαστό της κόσμο.
Το μέλλον έγινε παρόν. Έπρεπε, ένιωθε πως έπρεπε, να πραγματοποιήσει όλα τα όνειρα της.
Είχε έρθει πλέον εκείνη η στιγμή που το σπίτι της, το παλάτι που έχτισε με τον σύντροφο της, θα γέμιζε με προσωπάκια πασαλειμμένα με σοκολάτα, με παιχνίδια σκορπισμένα στο πάτωμα, με αγάπη και αγκαλιές.
Σίγουρη για την επίτευξη του στόχου της ξεκίνησε να προσπαθεί να το πραγματοποιήσει.

Μικρές δυσκολίες στην αρχή. Δεν είναι τίποτα ακατόρθωτο όμως, θα το παλέψει.

Λίγες δυσκολίες ακόμα. Λίγο πιο σημαντικές.
Κι άλλες μερικές. Μεγαλύτερες. Κι άλλες, κι άλλες, κι άλλες....
Μέχρι που τα συννεφάκια της άρχισαν να γίνονται σιγά σιγά γκρι. Έχασαν τη λάμψη τους. Έγιναν θαμπά, σχεδόν μαύρα.
Συνέχισε εκείνη. Το πάλευε πολύ, τόσο πολύ που έκανε καιρό, μήνες, χρόνια, να κοιταχθεί στον καθρέφτη. Να δει το πρόσωπό της.
Ο μπαμπάς της έχασε τη λαμπερή του πριγκίπισσα, στη θέση της μια δυστυχία με βλέμμα κενό. Για μήνες, για χρόνια.

Ένα πρωινό μπήκε μια ηλιαχτίδα στο σπίτι της. Προσπάθησε να την κρατήσει ζωντανή να φωτίζει τη ζωή της. Δυστυχώς αυτός που ορίζει το σύμπαν είχε άλλα σχέδια. Ήθελε πάλι βροχές. Κι έτσι ένα άλλο πρωινό, πέντε μήνες μετά αυτή η ηλιαχτίδα όπως ήρθε αθόρυβα, τόσο ηχηρά έφυγε από τη ζωή της. Με δυνατούς κεραυνούς και αστραπές, τόσο δυνατούς που για χρόνια μετά τους θυμόταν και έκλαιγε από θλίψη.
Έπρεπε να συνεχίσει όμως να προσπαθεί. Όχι για εκείνην, ούτε για εκείνον, αλλά επειδή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Η ηλιαχτίδα που είχε μπει της είχε δώσει νόημα, την είχε ανεβάσει πάλι στα ροζ συννεφάκια, άσχετα αν την προσγείωσε με τον πιο φρικτό τρόπο. Τώρα όμως ξέρει πώς ήταν. Ξέρει πόσο όμορφα ήταν...

Πώς να το προσπεράσει λοιπόν? Πώς είναι δυνατόν να ξεχάσει?

Άρχισε ξανά λοιπόν να μοχθεί και να παλεύει με δράκους και με τέρατα.
Μόνη στη παράγκα – ναι, το παλάτι είχε γίνει παράγκα – να προσπαθεί να καταφέρει έστω και μια νίκη. Έστω μια μικρή νίκη.
Λίγο να ανοίξει το παντζούρι, λίγο φως να μπει μέσα, τόσο δα... ίσα για να αρχίσει να ελπίζει.

Πέρασαν πολλά χρόνια μαύρης ζωής. Κοιτάχτηκε και στον καθρέφτη μοιραία. Ένα βράδυ που όλοι της ζήτησαν να ζήσει μαζί τους ξανά για λίγο.

Είχε φύγει η πριγκίπισσα, στη θέση της μια μορφή. Αυτό απλά. Μια μορφή καστανή, χλωμή, μουντή, θολή, κενή χωρίς κανένα περιεχόμενο, κανένα ενδιαφέρον.
Ούτε για την ίδια, ούτε για κανέναν άλλον.
"Πρέπει να ζήσεις ξανά", της φώναζαν όλοι. "Να ζήσεις, μαζί μας, έλα πίσω μαζί μας."
Εκείνη προχωρούσε μόνη και αμίλητη. Έψαχνε να βρει ένα φως στο τούνελ, μόνο για το φως αυτό ζούσε.
Κουράστηκε όμως, λύγισε, τα πόδια της δεν την βαστούσαν άλλο. Ας γίνει ό,τι θέλει, μονολογούσε. Εγώ δεν αντέχω άλλο πόνο.

Κάποιος τη λυπήθηκε? Ήταν απλά τυχαίο? Ήταν μια απλή συγκυρία? Μήπως κάρμα?

Ποιος ξέρει και ποιος , αλήθεια, ενδιαφέρεται να μάθει; Εκείνη σίγουρα όχι.
Το ζήτημα είναι πως πάνω που ένιωθε να πέφτει στο έδαφος ένα χέρι την πήρε αγκαλιά, την ανέβασε ψηλά, στον ουρανό, εκεί που ήθελε να πάει. Στο ροζ σύννεφο της. Ούτε καν αυτή η διαδρομή μέχρι εκεί δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Ακόμα και εκεί υπήρξαν αγκάθια. Που την πλήγωσαν, που προσπάθησαν να την κάνουν να γυρίσει πίσω, στο έδαφος.
Κι όμως έφτασε. Σαν από θαύμα, έφτασε. Και ξαφνικά όλα έμοιαζαν αλλιώς. Όλα απέκτησαν νόημα. Η πριγκίπισσα άρχισε ξανά να χαμογελά, να ζει, ήρθε πίσω από τον κόσμο των ζωντανών νεκρών.

Αγκάλιασε ξανά τους γονείς, τον άνθρωπό της, τους φίλους της.

Γύρισα, φώναζε σε όλους. Αλλά όχι μόνη!!! Γύρισα με παρέα, διπλή παρέα.
Δυο μικρές άλλες πριγκιποπούλες που θα είναι από εδώ και πέρα όλη της η ζωή.
Τις κοιτά στα μάτια και αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να αντέξει ανθρώπου καρδιά τόση αγάπη. Που την χωρά? Αφού εκείνη ξεχειλίζει. Από παντού. Από κάθε πόρο του σώματός της η αγάπη φεύγει και αγκαλιάζει τις δυο μικρές πριγκίπισσες. Εκείνες για τις οποίες ζει και αναπνέει.

Όπως κάθε παραμύθι, έτσι και αυτό έχει ένα δίδαγμα.

Ζήσε. Ό,τι και να κάνεις στη ζωή σου, μη ξεχνάς παράλληλα να ζεις.
Γιατί μπορεί τελικά το παραμύθι να είχε καλό τέλος για την πριγκίπισσα, αλλά τα χρόνια που οι δράκοι και τα τέρατα της ξερίζωναν την καρδιά εκείνη τα άφηνε, αδιαμαρτύρητα. Σαν να το άξιζε, σαν τιμωρία.
Και χάθηκαν τα χρόνια, έφυγαν για πάντα. Χρόνια που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ευχάριστα κεφάλαια στο βιβλίο της ζωής της.
Όμως δεν θυμάται τίποτα. Γιατί δεν είχε ζωή να θυμάται.

Πάλεψε για το όνειρό σου, αλλά μη χάσεις ποτέ τον εαυτό σου.